δυσάγκαλος

δυσάγκαλος
δυσάγκαλος, -ον (Μ)
1. αυτός ο οποίος δύσκολα περιλαμβάνεται («δυοῑν δυσάγκαλον μεριζομένων ἄχθος», Κ. Μανασσής)
2. μτφ. ο μη ανεκτός, ανυπόφορος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”